- μονάκανθος
- (monacanthus). Είδος ψαριού της οικογένειας των μονακανθιδών. Έχει δέρμα εξαιρετικά τραχύ και γι’ αυτό ονομάζεται και ψάρι-λίμα, και ένα στερεό ραχιαίο αγκάθι αντί τριών. Το πίσω χείλος του αγκαθιού αυτού, είναι οδοντωτό σαν πριόνι. Ο μ. κολυμπάει με το κεφάλι προς τα πάνω, ενώ όταν τρώει το έχει προς τα κάτω.
* * *-η, -ο(Α μονάκανθος, -ον)(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μόνο μία άκανθανεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο μονάκανθοςζωολ. γένος τετραοδοντόμορφων ιχθύων τής οικογένειας monacanthidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ἄκανθος (πρβλ. λευκ-άκανθος)].
Dictionary of Greek. 2013.